- ἐκλείψεις
- ἔκλειψιςabandonmentfem nom/voc pl (attic epic)ἔκλειψιςabandonmentfem nom/acc pl (attic)ἐκλείπωleave outfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CANON Astronomicus — idem cum Parapegmate, Suidae, ita enim is, παράπηγμα, κανὼν ἤ ὄργανον ἀςτρονομικὸν, Parapegma, Canon aut instrumentum Astronomicum. Sed παράπηγμα non tam Canon ipse fuit, quam tabula aerea, columnae aut pilae in loco publico affigenda, in qua… … Hofmann J. Lexicon universale
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
εκλειπτική — Η τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο, η οποία είναι μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας. Κατά τη διάρκεια της κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται στην ουράνια σφαίρα στο ίδιο επίπεδο και κατά την ίδια φορά. Επομένως ως … Dictionary of Greek
ηλιακό στέμμα — Η εξώτερη στιβάδα της ηλιακής ατμόσφαιρας, αμέσως μετά τη χρωμόσφαιρα. Είναι το αραιότερο τμήμα όλου το αερίου περιβλήματος του Ήλιου. Το η.σ. γίνεται ορατό μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις του Ήλιου –όταν δηλαδή η Σελήνη επισκιάζει τελείως τον… … Dictionary of Greek
оскоудѣниѥ — ОСКОУДѢНИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Недостаточность, скудость: Въ множьствѣ ˫азыкъ слава ц(с)рмъ а въ ѡскѹдѣньи людьстѣмъ съкрѹшеньѥ сильны(м). (ἐν… ἐκλείψει) Пч н. XV (1), 31 об. 2. Недостаток, изъян: аще же злоѡбразенъ еси, то личьноѥ ѡскѹдѣниѥ ѹкраси… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αερομαντεία — Είδος μαντικής που στηρίζεται σε παρατηρήσεις των όσων συμβαίνουν στον εναέριο χώρο. Τη χρησιμοποιούσαν όλοι σχεδόν οι λαοί από την αρχαιότητα έως τον Μεσαίωνα. Υλικό του είδους της μαντικής αυτής ερμηνείας αποτελούσαν διάφορα φυσικά φαινόμενα:… … Dictionary of Greek
αλμανάκ — Τύπος ημερολογίου, που εκτός από την ένδειξη των μηνών και των ημερών του χρόνου, των αστρονομικών φαινομένων και των εορτών, περιέχει επίσης ανέκδοτα, ποιηματάκια, συμβουλές, αινίγματα και λαϊκές προφητείες. Α. υπήρχαν και στα αρχαιότατα χρόνια… … Dictionary of Greek
εκλειπτικός — ή, ό (Α ἐκλειπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η εκλειπτική ο μέγιστος κύκλος τής ουράνιας σφαίρας τον οποίο διαγράφει η γη κατά την περιφορά της γύρω από τον ήλιο αρχ. 1. αυτός που προκλήθηκε από… … Dictionary of Greek